- σβουρίζω
- αμτβ., γυρίζω σαν σβούρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σβουρίζω — Ν [σβούρα] 1. περιστρέφομαι ή βουίζω σαν σβούρα 2. μτφ. χτυπώ, χαστουκίζω («τού σβούριξε μία και τού φυγαν τα γυαλιά») … Dictionary of Greek
σβούρισμα — το, Ν [σβουρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβουρίζω … Dictionary of Greek
σβουριχτός — ή, ό, Ν [σβουρίζω] 1. περιστρεφόμενος 2. μτφ. γρήγορος και δυνατός 3. το θηλ. ως ουσ. η σβουριχτή δυνατό χαστούκι … Dictionary of Greek